- ποιητικήν
- ποιητικόςcapable of makingfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Laskăris [1] — Laskăris, berühmtes griechisches Geschlecht in der Geschichte des Mittelalters. 1) Theodorus, gründete nach der Eroberung Constantinopels durch die Lateiner (1204) ein besonderes Kaiserreich in Kleinasien, dessen Sitz in Nikäa war, u. wo er… … Pierer's Universal-Lexikon
CYCLICUS Scriptor — apud Horatium, de Arte, v. 136. idem cum Epico Poeta Rhapsodo, Turnebo, Advers. l. 19. c. 9. Salmasio vero non omne Poema Heroicum Κύκλος Ε᾿πικὸς dictus est: Sed opus ex multis diversorum Poetarum carminibus (qui Ποιηταὶ τȏυ Κύκλου vocabantur)… … Hofmann J. Lexicon universale
LUCRETIUS Carus (T.) — T. LUCRETIUS Carus poeta synchronus Tullii et Terentii Varronis, etsi paulo antiquior. Scripsit libros 6. De rerum natura, in quibus Epicurum, et Empedoclem sequitur. Id opus plerique a M. Cie. emendatum volunt, quum auctor id ipsum imperfectum… … Hofmann J. Lexicon universale
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
POLYMATHIA — Vossio viam ad Philosophiam parat. Cum enim tria faciat disciplinarum genera, primum earum esse dicit, quae pertinent ad Πολυμάθειαν: Alterum, quae pars sunt Philosophiae, studiorum Reginae: Tertium, huius comitum ac instrumentorum; cuiusmodi… … Hofmann J. Lexicon universale
επίτευγμα — το (AM ἐπίτευγμα) [επιτυγχάνω] επιτυχία, αίσια έκβαση («τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος», Διογ. Λαέρ.) αρχ. 1. (για τόπο) φυσικό πλεονέκτημα 2. ιατρ. επιτυχής διάγνωση 3. δημιούργημα, προϊόν … Dictionary of Greek
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
συννέμω — Α 1. (για βοσκό) βόσκω το κοπάδι μου στον ίδιο χώρο με άλλον 2. μτφ. καθιστώ κάποιον μέτοχο σε κάτι («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», Πλούτ.) 3. μέσ. συννέμομαι α) (για ζώο) βόσκω στον ίδιο χώρο με άλλο («τὰ πλεῑστα οὐ… … Dictionary of Greek
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek